Τα καρδιαγγειακά νοσήματα παραμένουν η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας στην Ευρώπη, παρά τις παρατηρούμενες βελτιώσεις στις καρδιαγγειακές εκβάσεις τα τελευταία χρόνια. Αν και ο επιπολασμός της στεφανιαίας νόσου έχει μειωθεί σημαντικά συγκριτικά με αυτόν που είχε καταγραφεί κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες [1], ο επιπολασμός πολλών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, ιδίως της παχυσαρκίας, της υπερλιπιδαιμίας (αυξημένη χοληστερόλη και τριγλυκερίδια) [2,3] και του σακχαρώδους διαβήτη [4], έχει αυξηθεί σημαντικά κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Κοινό παθοφυσιολογικό χαρακτηριστικό της πλειοψηφίας των καρδιαγγειακών νοσημάτων αποτελεί η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου που οδηγεί τελικά σε αθηροσκλήρωση. Αυτή με την σειρά της οδηγεί είτε σε προοδευτική στένωση του αυλού μιας αρτηρίας ή σε ρήξη της αθηρωματικής πλάκας που προκαλεί τη δημιουργία θρόμβου, με αποτέλεσμα τα οξέα στεφανιαία σύνδρομα, ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, και περιφερική αρτηριακή νόσο.
Στρατηγικές μείωσης της νόσου
Η εφαρμογή στρατηγικών για τη μείωση του επιπολασμού των καρδιαγγειακών νοσημάτων πρέπει να αποτελέσει βασικό πυλώνα της δημόσιας υγείας. Έμφαση πρέπει να δοθεί όχι μόνο στη μείωση του επιπολασμού των επικρατέστερων παραγόντων κινδύνου για αυτά, αλλά και στη βελτιστοποίηση της μακροχρόνιας εφαρμογής κατάλληλων προληπτικών μέτρων [5,6]. Είναι κοινά αποδεκτό ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, με κυριότερους αυτούς που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, είναι τροποποιήσιμοι και επομένως αποτελούν πρωταρχικό στόχο οποιασδήποτε προσπάθειας πρόληψης.
Τρόπος ζωής και καρδιαγγειακή νόσος
Αναφορικά με τη συνεισφορά του τρόπου ζωής στην εμφάνιση των καρδιαγγειακών νοσημάτων, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αλλά και επιστημονικές εταιρείες όπως η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης και η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία εκτιμούν ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός δυνητικά τροποποιήσιμων παραγόντων προβλέπουν το μεγαλύτερο ποσοστό του καρδιαγγειακού κινδύνου [7]. Οι παράγοντες αυτοί είναι:
- η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ,
- η χρήση προϊόντων καπνού,
- η υψηλή αρτηριακή πίεση,
- το υπερβάλλον σωματικό βάρος και η παρουσία κεντρικού τύπου παχυσαρκίας,
- οι διαταραχές στον μεταβολισμό λιπιδίων
- ο σακχαρώδης διαβήτης,
- οι κακές διατροφικές συνήθειες (ιδιαίτερα η χαμηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών και η υψηλή κατανάλωση κόκκινου κρέατος),
- η σωματική αδράνεια, και
- διάφοροι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες.
Η μείωση της έκθεσης του πληθυσμού σε αυτούς τους παράγοντες κινδύνου θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του παγκόσμιου προσδόκιμου ζωής τουλάχιστον κατά πέντε έτη.