Οι πολιτικές δημόσιας υγείας που στοχεύουν στην μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου πρέπει να έχουν ως κεντρικό άξονα την προώθηση ενός ισορροπημένου τρόπου ζωής, τόσο για την πρόληψη της εμφάνισης της καρδιαγγειακής νόσου (πρωτογενής πρόληψη) όσο και για την πρόληψη της εξέλιξης της νόσου σε συμπωματικά άτομα (δευτερογενής πρόληψη) ή άτομα υψηλού κινδύνου. Οι πολιτικές αυτές θα ήταν αποτελεσματικότερες αν:
α) υπήρχε συστηματική ενημέρωση του κοινού σε θέματα που αφορούν στην πρόληψη του καρδιαγγειακού κινδύνου,
β) οι ιατροί και οι επαγγελματίες υγείας εκπαιδεύονταν με οργανωμένο, σφαιρικό τρόπο στην καρδιαγγειακή παθοφυσιολογία και πρόληψη ώστε να εφαρμόσουν στη συνέχεια τις γνώσεις αυτές στην καθημερινή ιατρική πρακτική,
γ) αναβαθμιζόταν η υπάρχουσα έρευνα της καρδιαγγειακής νόσου στον Ελληνικό χώρο με την ανάπτυξη νέων συνεργασιών και την προσέλκυση νέων επιστημόνων στις ήδη υπάρχουσες ερευνητικές ομάδες της χώρας,
δ) αναπτύσσονταν νέα, καινοτόμα φαρμακευτικά, και διατροφικά προϊόντα αλλά και μεθοδολογίες που θα στόχευαν στην εκτίμηση και πρόληψη του καρδιαγγειακού κινδύνου με την αξιοποίηση, από τους παραγωγικούς φορείς, των αποτελεσμάτων της βασικής και κλινικής έρευνας που διεξάγεται στην Ελλάδα.